Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν ήμουν άρρωστος

  • 1 μαθέ(ς)

    επίρρ.
    1) конечно, безусловно, разумеется; ξέρεις πού είναι το σπίτι;

    ξέρω μαθέ(ς) — знаешь, где дом? — конечно,

    знаю;
    2) в самом деле, действительно;

    πώς δεν ήρθε μαθέ(ς); — в самом деле, почему он не пришёл?;

    3) итак, следовательно; значит;
    4) будто бы, якобы, как будто;

    δεν το ξέρεις μαθέ(ς); — будто бы ты не знаешь?;

    5) разве, неужели; что ли;
    τί είναι εδώ;

    πανηγύρι μαθέ(ς); — что здесь, праздник, что ли?;

    κι' εγώ τί φταίω;

    δεν ήμουν άρρωστος μαθέ(ς); — я-то тут при чём? Я же был болен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαθέ(ς)

  • 2 μαθέ(ς)

    επίρρ.
    1) конечно, безусловно, разумеется; ξέρεις πού είναι το σπίτι;

    ξέρω μαθέ(ς) — знаешь, где дом? — конечно,

    знаю;
    2) в самом деле, действительно;

    πώς δεν ήρθε μαθέ(ς); — в самом деле, почему он не пришёл?;

    3) итак, следовательно; значит;
    4) будто бы, якобы, как будто;

    δεν το ξέρεις μαθέ(ς); — будто бы ты не знаешь?;

    5) разве, неужели; что ли;
    τί είναι εδώ;

    πανηγύρι μαθέ(ς); — что здесь, праздник, что ли?;

    κι' εγώ τί φταίω;

    δεν ήμουν άρρωστος μαθέ(ς); — я-то тут при чём? Я же был болен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαθέ(ς)

  • 3 καθόσο(ν)

    επίρρ.
    1) насколько;

    καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;

    2) по мере того, как;

    καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;

    3) потому что, так как;

    δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθόσο(ν)

  • 4 καθόσο(ν)

    επίρρ.
    1) насколько;

    καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;

    2) по мере того, как;

    καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;

    3) потому что, так как;

    δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθόσο(ν)

См. также в других словарях:

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»